Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον λόγο όσοι βίωσαν την εφηβεία τους στα χρόνια της χούντας, και ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της, θα πρέπει συνολικά ν’ αποκαλούνται “γενιά του Πολυτεχνείου”. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον λόγο το Πολυτεχνείο και οι μερικές εκατοντάδες φοιτητές που το δημιούργησαν θα πρέπει να στιγματίζονται για συμπεριφορές και πρακτικές με τις οποίες δεν είχαν και δεν απέκτησαν ποτέ καμία σχέση. Και ποτέ δεν θα καταλάβω αυτήν την αρθρογραφική μανία που καταλαμβάνει κάποιους κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, και τους εξωθεί να αποφαίνονται απαξιωτικά για τα ελάχιστα από τα αγόρια και τα κορίτσια του ξεσηκωμού εκείνου που ασχολήθηκαν στη συνέχεια με τη δημόσια ζωή.
Ξέρετε ποιο είναι το σημαντικότερο και κοινό στοιχείο των εορτασμών της επετείου του Πολυτεχνείου από το 1974 μέχρι και σήμερα; Οτι ήταν και είναι απόντες εκείνοι που τότε ήταν παρόντες. Κι αυτό τα λέει όλα. Και για τη σεμνότητα του χαρακτήρα τους και για την ανιδιοτέλεια της δράσης τους. Οι πρωταγωνιστές επέλεξαν να μη βγουν ποτέ στη σκηνή και το χειροκρότημα το ιδιοποιήθηκαν άλλοι, που ή γνώριζαν κάποιους ή κάτι είχαν ακούσει ή είχαν περάσει απ’ έξω ή είχαν παρακολουθήσει τις εκπομπές του σταθμού. Και μαζί τους ήρθαν τα σουβλάκια, οι μικροπωλητές, η καπηλεία, ο ευτελισμός, αν όχι και ο εξευτελισμός που αποσκοπεί να κατεβάσει στο ύψος των πολλών το ανάστημα των λίγων.
Και ξέρετε τι είναι αυτό που μ’ αγανακτεί περισσότερο; Είναι η βλακεία ή η κακοήθεια που κάνει κάποιους να διατείνονται ότι ορισμένοι εξαργύρωσαν τους αγώνες τους μπαίνοντας στην πολιτική. Δυστυχώς ήταν λίγοι που μπήκαν. Θα έπρεπε να ήταν περισσότεροι, πολύ περισσότεροι. Γιατί αν στο ξεκίνημα μιας νέας δημοκρατικής πορείας δεν μετέχουν εκείνοι που έχουν αγωνιστεί και ματώσει, ποιοι είναι εκείνοι που θα πάρουν τη σκυτάλη; Αυτοί που συνεργάστηκαν με τον δυνάστη ή αυτοί που σφύριζαν αδιάφορα κι έχτιζαν καριέρες;
Και για να μην ξεχνιόμαστε, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ο κυρίαρχος λαός επέλεξε να παραδίδει πεισματικά τη σκυτάλη σε εκπροσώπους της γενιάς του ’30 (Κ. Καραμανλής), του ’40 (Κ. Μητσοτάκης), του ’50 (Α. Παπανδρέου) και του ’60 (Κ. Σημίτης). Α, ναι… και να εκλέγει βουλευτή τον Αλέκο Παναγούλη από τη δεύτερη κατανομή. Γιατί έπρεπε κι αυτός να κοντύνει.
Ολόκληρος ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει εσχάτως μεταξύ των σκληροπυρηνικών και των μετριοπαθών στην Ν.Δ. συμπυκνώνεται στον πολιτικό λόγο του κ. Φαήλου Κρανιδιώτη.
Ο δικηγόρος και πολιτικός φίλος του κ. Αντώνη Σαμαρά, έχει κατορθώσει να διχάσει την αξιωματική αντιπολίτευση, γιατί με τις απόψεις του εκφράζει μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης που βαρέθηκε τους πολιτικούς με την δήθεν ευπρέπεια και τον ψεύτικο πολιτισμό τους, την ξύλινη γλώσσα τους και την απερίγραπτη ικανότητά τους να λένε ψέματα.
Αλλά από την άλλη πλευρά, όποιος ασκεί κριτική, θα πρέπει να το κάνει εντός ορισμένων πλαισίων κοσμιότητας και θα πρέπει να μην υπάρχει αμφιβολία ότι με τα όσα λέει, δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένα προσωπικά του ή κομματικά συμφέροντα.
Όταν ο κ. Κρανιδιώτης μιλάει για «νεοφιλελεύθερα τσογλάνια που συμπεριφέρονται ως «Γκρούεζες» του ’50 και συνωμοτούν σε παρακάμαρες» ή θα πρέπει να διευκρινίσει ότι δεν αναφέρεται σε εκλεγμένους βουλευτές, ή θα πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να μιλάει έτσι για πολιτικούς που εξελέγησαν με την ψήφο του λαού στον οποίο ομνύει.
Κι αν δεν το αντιλαμβάνεται ο ίδιος , θα πρέπει μάλλον να του το επισημάνει η ηγεσία του κόμματος του, το οποίο προφανώς του έχει ήδη υποσχεθεί ότι θα πολιτευθεί.
Κι επειδή προφανώς δεν γνωρίζει καλά την πολιτική, θα πρέπει κάποιος να του πει, ότι αν μιλάει κάποιος για τσογλάνια και δεν τολμά να τα κατονομάσει, τότε και ο ίδιος είναι «τζάμπα μπάγκας». Ή γιαλαντζί ντερβίσης, όπως θα γράφει το δικό του λεξικό πολιτικής συμπεριφοράς…
Για τα παράδοξα του μνημονίου και της ύφεσης έχουν κατά καιρούς γραφτεί πολλά. Όπως για παράδειγμα ότι περισσότερο από το ένα τρίτο της προβλεπόμενης μείωσης του ΑΕΠ στην πενταετία 2008-2012 σημειώθηκε πριν το μνημόνιο όταν το δημόσιο έλλειμμα ξεπερνούσε το 15%. Από χθες μπορούμε να επισημάνουμε ένα ακόμα: ενώ στην Ελλάδα η ύφεση συνεχίζεται, με πτώση μεγαλύτερη του 5% το τελευταίο τρίμηνο, στην Πορτογαλία, παρά το δικό της μνημόνιο, η μείωση περιορίστηκε στο 0,4% ενώ στην Ιρλανδία το ΑΕΠ ανεβαίνει!
Τι τρέχει; Γιατί η λιτότητα κάνει τόσο κακό στην Ελλάδα όχι όμως στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία; Και τελικά φταίει το μνημόνιο -όπως με απόλυτη σιγουριά μας διαβεβαιώνουν οι αναλυτές από τα πρωινάδικα ως τα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων- ή τελικά η εικόνα είναι πιο σύνθετη; Δύο παρατηρήσεις, μια μάλλον τεχνική και μια μάλλον πολιτική.
Παρατήρηση πρώτη. Περισσότερο από το ένα τρίτο της ύφεσης, εκτιμούν έγκριτοι οικονομολόγοι, οφείλεται στην περικοπή των δημοσίων επενδύσεων. Αυτό πάλι οφείλεται στην προσπάθεια της κυβέρνησης να αντισταθμίσει την αδυναμία της να πετύχει τον στόχο για την αύξηση των φορολογικών εσόδων- μια προσπάθεια που αποδείχθηκε αυτοκαταστροφική. Η λύση που προκρίθηκε από την Ευρώπη ήταν η εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση των επενδύσεων από το ΕΣΠΑ χωρίς να απαιτείται δηλαδή η περίφημη εθνική συμμετοχή. Δύο χρόνια, ωστόσο, όλο ακούμε για το ΕΣΠΑ και οι επενδύσεις δεν προχωρούν. Συμπέρασμα πρώτο: οι ευθύνες βαρύνουν κατ’ αρχήν την κυβέρνηση.
Παρατήρηση δεύτερη. Ένα εξ ίσου σημαντικό μέρος της ύφεσης οφείλεται στην ελληνική ιδιαιτερότητα, την φυγή των καταθέσεων και την συνακόλουθη πιστωτική ασφυξία. Αυτό με τη σειρά του οφείλεται στον πανικό που επικράτησε στην Ελλάδα για τις δυνατότητες επιτυχίας του προγράμματος- πανικός που βέβαια προκλήθηκε από τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και την αδυναμία του πολιτικού μας συστήματος να πετύχει στοιχειώδη συναίνεση. Το ακριβώς αντίθετο από ό,τι συνέβη σε Ιρλανδία και Πορτογαλία. Συμπέρασμα δεύτερο: οι ευθύνες βαρύνουν κατά κύριο λόγο τα κόμματα, βαρύνουν όμως επίσης συνδικαλιστικές ηγεσίες και βέβαια συνδέονται άμεσα με κοινωνικές συμπεριφορές συγκεκριμένων ομάδων που θίγονται.
Προφανώς δεν έχει νόημα να αναζητούμε τώρα την κατανομή των ευθυνών. Έχει ωστόσο μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ότι η λύση δεν βρίσκεται στα άστρα, όπως είπε και ο κ. Παπαδήμος αλλά στα χέρια μας. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να βρεθούμε κάποια στιγμή χωρίς βαρβάρους και ο κατήφορος να συνεχίζεται!
Να επιστραφούν όλα τα κλεμμένα. Την ώρα που πολλοί συμπολίτες μας δεν έχουν χρήματα για πετρέλαιο, την ώρα που οι οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων συμπιέζουν ζωές, υπάρχουν ορισμένοι “εξυπνάκηδες” (κοινώς κλέφτες) που απολαμβάνουν τους καρπούς της μεγάλης λεηλασίας.
Ηρθε η ώρα η παρούσα κυβέρνηση με αποφασιστικότητα να διεκδικήσει την επιστροφή των κλεμμένων. Οταν το φάρμακο αγοράζεται φέτος σε τιμή χαμηλότερη 93,8% κάποιοι έκλεψαν το Δημόσιο, έκλεψαν τους φορολογούμενους, έκλεψαν αυτούς των οποίων μειώθηκε ο μισθός ή η σύνταξη.
Οταν δεκάδες χιλιάδες ενθυλακώνουν τη σύνταξη “πεθαμένων”, όταν άλλοι τόσοι παίρνουν αναπηρική που δεν δικαιούνται, κλέβουν τα Ταμεία που τώρα ψάχνουν δανεικά για τις συντάξεις, το κράτος και τους πολίτες. Οταν το πλιάτσικο ξεπέρασε κάθε φαντασία, η κυβέρνηση οφείλει με συνοπτικές διαδικασίες να ζητήσει να επιστραφούν τα κλεμμένα. Δεν αποτελεί λαϊκισμό, όπως κάποιοι βιαστούν να πουν. Αποτελεί στοιχειώδη πράξη δικαιοσύνης. Ο κ. Λοβέρδος (που κατά κοινή ομολογία κάνει πολύ καλή δουλειά), για παράδειγμα, να μην περιοριστεί μόνο στη διενέργεια νέων διαγωνισμών για μείωση τιμών.
Να ζητήσει να επιστραφούν τα κλεμμένα από υπαλλήλους και εταιρείες. Γιατί το πλιάτσικο ήταν οργανωμένο. Ο κ. Σπυρόπουλος να βρει χρήματα για τις συντάξεις ζητώντας πίσω τα 6 δισ. (τόσο ο ίδιος τα υπολόγισε) από τις κλεμμένες συντάξεις. Ολοι οι υπουργοί να απαιτήσουν να επιστραφούν τα κλεμμένα. Και οι δικαστές να μη βραδυπορήσουν. Ενεργώντας με αίσθημα πατριωτικής ευθύνης να ανοίξουν όλες τις υποθέσεις της μεγάλης λεηλασίας του λαού.